20 Δεκεμβρίου 2014

[..αντιμέτωπος με τα συντρίμμια του φεγγαριού..]


Έχει πέσει το σκοτάδι
Κοντά στα σύνορα στη Νότια Ντακότα
Το φεγγάρι έχει βγει για κυνήγι, παντού
Ξερνά φωτιά
Και περπατά στους διαδρόμους
Ενός διαμαντιού.

Πίσω από ένα δέντρο
Φωτίζει τα ερείπια
Μιας πόλης λευκής·
Παγωνιά, παγωνιά.

Πού έχουν πάει
Όσοι ζούσαν εδώ;

Έχουν  μεταφερθεί κάτω από φτερούγες
Και πρόσωπα σκοτεινά.

Έχω πια
Σιχαθεί τα πάντα, και συνεχίζω να
Ζω μόνος, μόνος
Πέρα απ' τα καμένα σιλό
Πέρα απ' τους κρυμμένους τάφους
Ινδιάνων και Νορβηγών.

Αυτό το ψυχρό χειμωνιάτικο
Φεγγάρι χύνει την απάνθρωπη φωτιά
Των πετραδιών
Στα χέρια μου.

Νεκρά πλούτη, νεκρά χέρια
Το φεγγάρι σκοτεινιάζει
Κι είμαι χαμένος στα όμορφα λευκά ερείπια
Της Αμερικής.

(Χριστούγεννα, 1960)

απόδ. Γιώργος Κυριαζής

Τζέιμς Άρλινγκτον Ράιτ (1927-1980)

4 Δεκεμβρίου 2014

το χωνί


Το σούρουπο όταν σκέπαζε το ξέψυχο μιας μέρας
Ένας λαός διαλαλητής ηχούσε στο χωνί
Τον πόνο του αστροπέλεκα τον ψήλωνε ο αγέρας
Λουφάζαν οι Γενίτσαροι, τρέμαν οι Γερμανοί.

Πυκνό, κι ως θύμιζε σκλαβιά, της νύχτας το σκοτάδι
Ένας αντάρτικος λαός κρατούσε το χωνί
Στημόνια ήταν τα λόγια του, τ' αγρίεμά του υφάδι
Κι απλώναν νεκροσάβανο στου πόνου τη θανή.

(Αγνώστου)

1 Δεκεμβρίου 2014

όνειρο μέσα σ' όνειρο


Άσε με γλυκά στο μέτωπο να σε φιλήσω.
Τώρα, καθώς χωρίζουμε, θα στ' ομολογήσω:
Άδικο δεν είχες πως οι μέρες μου υπήρξαν
Ένα όνειρο!
Μα, αν φτερούγισε μακριά η ελπίδα
Σε μια νύχτα ή σε μια μέρα
Σ' ένα όραμα ή σε κανένα...
Είναι λιγότερο γι' αυτό χαμένη;

Όλα όσα βλέπουμε ή φαινόμαστε
Όνειρο σ' ό,τι ονειρευόμαστε!

Μπροστά στη βουερή
Και κυματοδαρμένη ακτή
Στέκομαι σφίγγοντας στη χούφτα μου
Κόκκους της χρυσαφένιας άμμου.
Ελάχιστοι! Κι όμως γλιστρούν
Από τα δάχτυλα ως την άβυσσο...
Και κλαίω, κλαίω ως τον παράδεισο!
Θεέ μου! Να τους κρατήσω λίγο πιο σφιχτά;
Έναν να σώσω απ' τα σκληρά τα κύματα!

Ω, μα όσα βλέπουμε ή φαινόμαστε
Όνειρο σ' ό,τι ονειρευόμαστε;



μτφ Ντέμης Κωνσταντινίδης

Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849)

26 Νοεμβρίου 2014

μια μέρα


Οι χαφιέδες κατεβήκαν σ’ απεργία
τους ταράξαν στην υπερωρία
στο στρατοδικείο τα παιδιά
σήκωσαν τις γροθιές ψηλά.
Ο γύφτος κουράστηκε στ’ αμόνι
φτιάχνει βιολιά 
και τα μοιράζει 
στους χωροφύλακες.
Στις 12 η ώρα στο σαλόνι 
της κυρίας Μιράντας
διαβάζουνε Σεφέρη.
Η παρτούζα τέλειωσε
την άλλη μέρα το πρωί.
Δεν θα καταλάβουν ποτέ 
γιατί βασάνισαν τον Περικλή.
Όταν ρώτησαν τον στρατηγό
γιατί φορούσε κόκκινη κορδέλα 
Εκείνος είπε:
Ο γύφτος δεν έχει άλλα καρφιά
τον τελευταίο Ιούδα
τον κάρφωσε στην αυλή
για να διώχνει τα πουλιά.
Τα παιδιά βγήκαν ξεβράκωτα 
στους δρόμους
πετροβολούν τον έμπορο 
της γειτονιάς
γιατί τα ξεγελάει με ζαχαρωτά
ενώ εκείνα περιμένουν 
τις χειροβομβίδες. 
Ο Ντιόρ ετοιμάζει 
τα καινούργια μοντέλα.
Η επανάσταση φέτος 
θα φορεθεί πολύ.
Πέρασε ακόμη μια μέρα.
Εγώ φεύγω 
Γεια χαρά.

Λάκης Καραλής (1943-2009)

25 Νοεμβρίου 2014

γράμμα


Να μην ανησυχείς λοιπόν.
Είμαι πολύ καλά.
Στέκομαι καθώς στέκονται τ’ αγάλματα 
στους κήπους και στις ανοιχτές πλατείες
όταν τ’ αφήνουν οι αστοί τις νύχτες δίχως έρωτα
(τι τον χρειάζεται τον έρωτα έν’ άγαλμα;)
Χωρίς φιλιά, χωρίς συμπόνια
(τι μπορεί να αισθανθεί ένα άγαλμα;)
Είμαι λοιπόν πολύ καλά·
δες με αν αμφιβάλλεις.
Κοιτάζω σαν προτομή από γύψο
κι είν’ η ζωή μου ένας φρουρός στρατιώτης
που ’χει την εύκολη δουλειά
να κάνει απλώς ό,τι του λέει ο λοχαγός του.
(Καλησπέρα σας. Καληνύχτα σας. Τι κάνετε;)
Πολύ καλά. Να μην ανησυχείς.

Σταύρος Βαβούρης (1925-2008)

19 Νοεμβρίου 2014

ραμπάμπα


Άκου! περνάνε τα ταμ-ταμ
με συνοδειά ραμπάμπας.
Σοφέ, που σ' αποτύφλωσε
το λίγο φως της λάμπας...

τίναξ' από τα γένια σου
της έρευνας τη σκόνη
κι άντε ξωπίσω τους κι εσύ
στο δάσος που στοιχειώνει

να δεις το αμέρωτο στοιχειό
την πιο γλυκιά σου πλάνη
που απόψε μέσα στων πυρσών
τις φλόγες θα πεθάνει.

Φώτης Αγγουλές (1911-1964)

14 Νοεμβρίου 2014

δισταγμοί


H Aγάπη σου όνειρο λευκό, Γυναίκα εξωτική
κι εγώ να μένω σαν μακριά απ' το θέλγητρό της
κι ενώ σου καίω θυμίαμα και σου ζητώ ηδονή
με την κλωστίτσα του ναζιού κεντώ τον πρόλογό της.

Κι αν αναπλάθω τ' όνειρο και πλέω στους ουρανούς
στέκω στην πύλη της Χαράς, μα για να μπω δειλιάζω:
κάθε Γυναίκα η Ζωή κι η Σάρκα όλος ο Νους
μα ο θλιβερός κι ο απόκοσμος περνώ και δεν αράζω!

Ρώμος Φιλύρας (1888-1942)

9 Νοεμβρίου 2014

infini, fais que je t' oublie...


Για να ξεχάσω το άπειρο
τώρα θ' αναπολώ
τη χρυσή  μέθη του έαρος
το κύμα το απαλό

κι εκείνη που εβημάτιζε
σε πάρκα ερημικά
αγάπη, ω φύλλα κίτρινα
ω ρόδα νεκρικά.

μτφ. Κ. Γ. Καρυωτάκης

Paul-Jean Toulet (1867-1920)

4 Νοεμβρίου 2014

είπες πως είσαι...


Είπες  πως είσαι η τελευταία μου σύνδεση
με τον κόσμο. Ότι φοβάμαι μην τη χάσω.
Αν  εγώ κόψω την τελευταία μου σύνδεση
και βρω τη δύναμη, εσύ θα βρεις τη δύναμη
να μην ξεκόψεις από μένα;

Νικόλας Άσιμος (1949-1988)

30 Οκτωβρίου 2014

σφραγίδα μοναξιάς


Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
να μη με βλέπουν αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.
Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.
Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη...

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)

παλιμβουλία


Το τάζω χρόνο και καιρό
να βάλω μαύρο ράσο
μαύρο μονόκερο σταυρό
στα στήθη να κρεμάσω.

Ν’ αφήσω μάνα κι αδερφή
στα ξένα να μισέψω
και στ’ Αγιονόρους την κορφή
να πάγω ν’ ασκητέψω.

Να ζω μ’ αγία προσευχή
απ’ το πουρνό ως το βράδυ
για να γλιτώσω τη φτωχή
ψυχή μ’ από τον Άδη.

Και μόλις κάμω τη βουλή
την παίρν’ ανεμοβρόχι∙
και συλλογιούμαι το φιλί
θυμούμ’ αυτήν που το ‘χει.

Κι αν είν’ το σπίτι μακριά
κι η ώρα περασμένη
εγώ ‘χω πόδια λαφριά
κι εκείνη με προσμένει.

Γλυκά γλυκά τηνέ φιλώ
γλυκά τηνέ χαϊδεύω. –
Σύρε, ψυχή μου, στο καλό
κι εγώ δεν ασκητεύω!

Γεώργιος Βιζυηνός  (1849-1896)

29 Οκτωβρίου 2014

fragmentum


Ήθελες κάτι να μου πεις και δε σου το ρωτούσα
(Το καλοκαίρι είχε σωθεί και τ' άνθη που αγαπούσα).
Ήθελες κάτι να μου πεις και το 'χα λησμονήσει
(Τη ρίζα που καθόμαστε 
θυμάσαι έχουν γκρεμνίσει).
(Είχε από τότε εντός μου σε φθινόπωρο γυρίσει).
Μου είπες, α, ναι! 
πως μ' αγαπάς! μα το 'χω λησμονήσει...

Τέλλος Άγρας (1899-1944)

23 Οκτωβρίου 2014

με λέει η μάνα μου


Παιδί μ' με λέει η μάνα μου, παιδί μου εσύ!
μικρό όταν ήσουν μια φορά, μικρό παιδάκι
μ' άσπρη ποδιά και καστανά μακριά μαλλιά
ήσουν αληθινό, παιδί μου, αγγελουδάκι.

Τότες αχ! τότες σ' αγαπούσα εγώ αλλιώς
κι αλλιώς μέσα στο σπίτι τότες σ' αγαπούσαν
κι όλες μας οι γειτονοπούλες, όλες ήρχουνταν
και σ' έπαιρναν και σε γλυκοφιλούσαν.

Κι εγώ της λέω: Μάνα μου, πώς ήθελα
την τωρινή να' χα καρδιά τότες στα στήθια
κι ενόσω με γλυκοφιλούσαν κείνες ψέματα
να τις γλυκοφιλούσα εγώ στ' αλήθεια.

Ιωσήφ Ραφτόπουλος (1890-1923)

22 Οκτωβρίου 2014

ευχή


Εις υγείαν των Ερώτων
το ποτήρι μας το πρώτον
ας το σφίξομε γεμάτο
όλο, φίλοι, ως τον πάτο.

Ψάλτ’ ο Έρωτας να ζήσει
μες στα στήθη μας ν’ αυξήσει
φλόγες άσβηστες ν’ αστράψει
τὲς ωραίες μας ν’ ανάψει.

Κι αναμμένες να τες στείλει
στα υγρά μας τούτα χείλη
να φιλούν φιλιά κρασάτα
ευωδέστατα, δροσάτα.

Και ρουφώντας, να νομίζουν
πως τες φλόγες τες δροσίζουν·
και να πίνουν, και να πίνουν
και ποτέ τους να μη σβήνουν!

Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847)

21 Οκτωβρίου 2014

το φίλημα


Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί
δέκα χρονών αγόρι.

Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ' ανθισμένα
Μάρω, ένα λόγο θα σου πω
Μάρω, της είπα, σ' αγαπώ
τρελαίνομαι για σένα.

Από τη μέση μ' άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
και μου 'πε: γι' αναστεναγμούς
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.

Μεγάλωσα και τη ζητώ, μ' άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ' ορφανό...
εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.

Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858)