19 Ιουλίου 2015

διαβάζοντας ένα βιβλίο


Διαβάζοντας ένα βιβλίο
κάποιου πεθαμένου ποιητή
ανάμεσα στα μάτια μου και στη σελίδα
περιπλανιόταν η ψυχή του.

Κώστας Ριτσώνης (1946-2015)

28 Ιουνίου 2015

[όσοι κοιμούνται...]


Όσοι κοιμούνται βαριά
Κάθε βράδυ κάνουν πρόβα το θάνατο.
Δεν τους διακόπτουν όνειρα
Ούτε το αιώνιο άγχος του ξυπνήματος
Γιατί έχουν κάτι τάχα να προλάβουν.

Ντέμης Κωνσταντινίδης (1976- )

17 Ιουνίου 2015

λειτουργία















Μνήμη Λάμπρου Οικονομίδη

Κυριακή.
Λειτουργήθηκα στο μικρό μας κήπο.
Η αγγέλισσα η Άνοιξη
όρθρου βαθέως είχε τελέσει
τα Θυρανοίξια και περίμενε.
Ένας κότσυφας από τον Άμβωνα
της ροδιάς είπε τον Απόστολο
εις ώτα ακουόντων.
Τα σπουργιτάκια εν χορώ έψαλλαν
τα Αλληλούια.
Οι πεταλούδες ανασπάζονταν ευλαβικά
τα εικονίσματα των λουλουδιών.
Τ' αγιόκλημα λιβάνιζε.
Κι η ροδοδάφνη σου
με το ροζ κυριακάτικο φόρεμα
κάτω από τον Παντοκράτορα
άναψε τον Πολυέλαιο της μνήμης.
Ιερουργούσες αθέατος στ' Άδυτα.
Μου απαγορεύεται η είσοδος.

Χρυσάνθη Ζιτσαία (1902-1995)

4 Μαΐου 2015

ρυάκι


Yπάρχει ένα ρυάκι
που κυλά κάτω απ' τα λόγια μας.
Ένα μοναχικό ρυάκι.

Τρίμματα λέξεων πέφτουν μέσα του.

Χρήστος Ντάλιας (1907-1998)

20 Μαρτίου 2015

ξυπνά


Τα σήμαντρα γλείφουνε στους κύκλους του χαλαζία
δωματιάκια με φως.
Άναψε το αστέρι του ύπνου του.
Κρέμεται πάνω απ' την υδρόγειο σφαίρα.
Καίει τα νησιά που βουλιάζουν σαν όστρακα
στον άφωτο βυθό με τα πολύχρωμα ερυθροφύκη.
Το θέρος λαμπαδιάζει το σκούφο του.
Ένα χάλκινο μανιτάρι κρέμεται από το θύσανο
των τριχών στις μασχάλες του και διώχνει τα κυνηγόψαρα
που χιμούνε στα παγωμένα του μέλη.
Οι δείχτες του ρολογιού, η δολοφονία των αρχηγών,
η αυτοκτονία των ηρώων, οι ακτές του μαύρου είναι κοντά.
Μένετε άγρυπνοι· ξημερώνει ο ύπνος του και ο θάνατός του.

Μανόλης Ξεξάκης (1948- )

2 Φεβρουαρίου 2015

ηρωική φυγή
















Ξοπίσω μου δαιμονικὸ φυσομανοῦσε τοῦ ᾿Ἅδη
πύρινο ἀνασασμὸ
κι ἔτρεχα σ᾿ ἄφεγγες νυχτιές μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι
μ᾿ ἓν᾿ ἄγριο καλπασμό.

Καὶ τὸν μαντύα τὸν ταπεινὸ ξεδίπλωνα τοῦ ἐπαίτη
σ᾿ ἡρωικὴ φυγὴ
κι ἔσερνα ἀτίθασα λυτή της κόμης μου τὴ χαίτη
καὶ σάρωνα τὴ γῆ.

Τοῦ ἀνέμου τὸ καμτσίκωμα ποὺ ἀφάνιζε τὰ δάση
μὲ λύγαε καλαμιὰ
καὶ στέγνωνε στὰ χείλια μου τὴ φούχτα μου, ἄδειο τάσι
στὴν ἄνυδρη ἐρημιά.

Κι ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα θερίευε τῆς φλογισμένης ἄμμου
τῆς δίψας τὸ οὐρλιαχτό
μὰ ἔφευγα, ἐνῶ σὲ σύσπαση φριχτή κυλιόταν χάμου
τ᾿ ἀνήμπορο ἑρπετό.

Ἡ γῆ κάτω ἀπ᾿ τὴ φτέρνα μου προδοτικὰ βογγοῦσε
καφτὴ ὡς λαβωματιά
μὰ βέλος ξέφευγα γοργὸ καὶ πίσω μου ἀστοχοῦσε
ἡ ἐχθρικὴ σαϊτιά.

Μὲ παραμόνευε γαμψὰ τὸ νύχι στὰ σκοτάδια
τοῦ πειναλέου βραχνὰ
κι ὡς γλύτωνα, οἱ φοβέρες του, μαύρων ὄρνιων κοπάδια
πίσω ἔκραζαν βραχνά.

Κι ἡ νύχτα τρύπια τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας
τὸν ἔναστρο οὐρανὸ
καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ κεραυνὸ σὲ νέφη καταιγίδας
σπαθὶ ἔκρυβε γυμνό.

Στὸ πέρασμά μου σφύριζε τῆς ἔχθρητας τὸ φίδι
μὲς στὰ ξερὰ κλαδιά
μὰ τῆς φυγῆς μου ἠ αστραπῆ περνοῦσε ὅπως λεπίδι
τῆς νύχτας τὴν καρδιά.

Καὶ τοῦ θριάμβου μου ἡ κραυγὴ, βόλι καφτὸ τρυποῦσε
τὰ σπλάγχνα τῆς σιγῆς
κι ἀντίλαλους ἡ φόρμιγγα τοῦ στήθους μου ξυπνοῦσε
στὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς.

Μελισσάνθη (1907-1990)

φωτό; 
http://www.sansimera.gr/